Νάουσα
Το 1968, ο Γιάννης Μπουτάρης αγόρασε μία έκταση 500 στρεμμάτων γης έξω από Γιαννακοχώρι, ένα χωριό στην περιοχή της Νάουσας.
Οι πρώτες φυτεύσεις Ξινόμαυρου που έγιναν την δεκαετία του ’70 σηματοδότησαν την αναβίωση του παλαιού αμπελώνα της Νάουσας και άνοιξαν το δρόμο για την παραγωγή οίνων terroir, η οποία έφερε επανάσταση στη σκηνή της ελληνικής οινοποιίας τα τελευταία χρόνια.
Ονομασία Προέλευσης Terroir
Ονομασία Προέλευσης
Το κρασί στην περιοχή της Νάουσας έχει μια μακρά ιστορία στο βάθος των αιώνων. Τα πρώτα γραπτά κείμενα μαρτυρούν ότι η καλλιέργεια της αμπέλου και η οινοποίηση γινόταν ήδη από τον 16ο αιώνα.
Καθ ‘όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, το κρασί της Νάουσας ταξιδεύει γύρω από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αλλά και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το αμπέλι ήταν η κύρια καλλιέργεια της περιοχής, οι εξαγωγές ανθούσαν και οι άνθρωποι της Νάουσας ευημερούσαν. Η κύρια ποικιλία του σταφυλιού που καλλιεργούταν στους αμπελώνες της Νάουσας ήταν το Ξινόμαυρο, σε παραδοσιακό σχήμα διαμόρφωσης gobelet και σε πυκνή φύτευση.
Το ξέσπασμα της φυλλοξήρας και οι δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους οδήγησαν στην καταστροφή του αμπελώνα της Νάουσας, ο οποίος ξεκίνησε να δημιουργείται ξανά μετά το 1970. Ένα από τα ορόσημα στη σύγχρονη ιστορία της οινοποιίας στην περιοχή ήταν η ανακήρυξη της Νάουσας το 1971 ως περιοχής VDQS (ΟΠΑΠ, τώρα ΠΟΠ Νάουσα), μία από τις δύο προστατευόμενες ονομασίες για το 100% Ξινόμαυρο. Σήμερα, η Νάουσα είναι μία από τις πιο διακεκριμένες οινοπαραγωγικές περιοχές στην Ελλάδα, με 5.000 περίπου στρέμματα αμπελιών και 20 περίπου οινοποιεία να βρίσκονται στην περιοχή.
Terroir
Στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Βέρμιο, στη Μακεδονία, η οινοπαραγωγική ζώνη της Νάουσας καλύπτει μια έκταση 5.000 στρεμμάτων, που εκτείνεται σε υψόμετρο από 80 έως 350 μέτρα.
Το κλίμα της περιοχής είναι μεσογειακό με ηπειρωτικές επιρροές, με ήπιους χειμώνες, σχετικά θερμά καλοκαίρια και συνολική ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 650 χιλιοστά. Το λοφώδες ανάγλυφο της Νάουσας, με τις διάφορες κλίσεις και την έκθεση στον ήλιο, αποτελείται από διάφορους τύπους εδάφους, από ουδέτερο αλκαλικό σε όξινο και από αργιλώαμμώδη έως αμμοαργιλοπηλώδη.
Αυτή η ποικιλομορφία στην τοπογραφία, το ευρύ φάσμα του υψομέτρου και τα ποικίλα είδη εδάφους δημιουργούν διαφορετικά μεσοκλίματα, όπου το Ξινόμαυρο, η αυτόχθονη ποικιλία σταφυλιών της περιοχής με την καταπληκτική ικανότητα να αντανακλά το terroir της, δίνει πολύ διαφορετικές εκφράσεις του δυναμικού της.
Παρά την προφανή πολυπλοκότητα του terroir, όταν δημιουργήθηκε το ΠΟΠ Νάουσα το 1971, λόγω της έλλειψης επιστημονικών δεδομένων ορίστηκε μόνο με βάση τα όρια των διαφόρων κοινοτήτων της περιοχής. Ωστόσο, η έρευνα που διεξήχθη αργότερα έδειξε ότι η Νάουσα μπορεί να χωριστεί σε 13 διαφορετικές υπο-ζώνες, τονίζοντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που επικρατούν από τόπο σε τόπο. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι μέσα σε αυτές τις περιοχές, συγκεκριμένα αμπελοτόπια παρουσιάζουν ιδιαίτερα, υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την ευρύτερη αμπελουργική ζώνη. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη συζήτηση σχετικά με τον ορισμό διαφορετικών crus, επιλεγμένων αμπελώνων που θα αναδείξουν τις δυνατότητες παγκόσμιας κλάσης του terroir της Νάουσας και της κύριας γηγενούς ποικιλίας της, το Ξινόμαυρο.
Το Κτήμα Κυρ-Γιάννη
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά τις πρώτες φυτεύσεις, ο αμπελώνας στο Γιαννακοχώρι, έγινε το Κτήμα Κυρ-Γιάννη.
Σήμερα, με μια συνολική επιφάνεια που καλύπτει 560 στρέμματα και εκτείνεται σε υψόμετρο μεταξύ 120 και 280 μέτρων – το υψηλότερο σημείο της ζώνης ΠΟΠ Νάουσα – το Κτήμα Κυρ-Γιάννη είναι φυτεμένο με Ξινόμαυρο (50%), Syrah (15%), Merlot (20%) και Cabernet Sauvignon (10%), ενώ η υπόλοιπη έκταση καλύπτεται από διάφορες πειραματικές ποικιλίες. Το σύνολο του αμπελώνα είναι γραμμικό.
Ο ορεινός όγκος του Βερμίου προστατεύει τα αμπέλια από τους ψυχρούς ανέμους που έρχονται από το βορρά το χειμώνα, και στέλνει ένα ευεργετικό δροσερό αεράκι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, το οποίο είναι συνήθως ξηρό.
Με μια ποικιλομορφία στο terroir με τους διαφορετικούς τύπους εδάφους, από αργιλοαμώδη ως αμμοαργιλοπηλώδη, και τμήματα με διαφορετική κλίση και έκθεση στον ήλιο, το Κτήμα Κυρ-Γιάννη έχει χωριστεί σε 40 διαφορετικά κομμάτια, κάθε ένα από τα οποία καλλιεργείται ξεχωριστά. Η συνύπαρξη τόσων διαφορετικών στοιχείων σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο αποτελεί μια συνεχή πρόκληση για τον παραγωγό, αλλά ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει πολύ σύνθετα και διαφορετικά κρασιά.